- δικτυώνω
- εντάσσω κάποιον σε δίκτυο, σε ομάδα ανθρώπων με κοινά συμφέροντα και συμπεριφορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικτυώνω — δικτύωσα, δικτυώθηκα, δικτυωμένος 1. εντάσσω κάποιον σε μια ομάδα για να συνεργαστεί για κοινά συμφέροντα. 2. δικτυώνομαι, διαθέτω μεγάλο κύκλο γνωριμιών με σκοπό την εξυπηρέτησή μου: Έχει δικτυωθεί καλά επαγγελματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)